«Η γυναίκα που κοιμάται» είναι το νέο αφήγημα της συγγραφέως Εύης Γεροκώστα. Πρόκειται για το τρίτο βιβλίο της σειράς για ενήλικες «Μικρές ιστορίες για τον κόσμο» των εκδόσεων Καλειδοσκόπιο.
Η ιστορία διαδραματίζεται στην Κέρο, στο μικρό νησάκι απέναντι από το Κουφονήσι. Η Εύη Γεροκώστα μας εξηγεί με τον δικό της μοναδικό τρόπο γιατί η Κέρος έγινε η «πρωταγωνίστρια» του βιβλίου της.
Καλοκαίρι του 2000. Λιμάνι πρώτο, Ηρακλειά. Λιμάνι δεύτερο, Σχοινούσα. Λιμάνι τρίτο, αλλά καθόλου φαρμακερό, Κουφονήσι.
Το νησί που με διάλεξε. Όμορφα και παράξενα νερά. Πρόσωπα χαμογελαστά που γρήγορα θα γίνονταν αγαπημένα. Γλάροι. Σπιτάκια σαν ζωγραφιστά.
Μόλις χορτάσω τις πρώτες εικόνες του, αποφασίζω να κοιτάξω απέναντι. Ένα νησάκι μικρό και έρημο.
Η Κέρος.
Με σχήμα ξαπλωμένης γυναίκας.
Δεκαοχτώ χρόνια μετά, δεν χορταίνω να το βλέπω.
Ρώτησα, άκουσα κι έμαθα πολλά. Κάποτε έζησε εκεί ένας βοσκός. Οι θαρραλέοι φτάνουν με καΐκια για να κολυμπήσουν. Και χρόνια τώρα οι αρχαιολόγοι προσπαθούν να λύσουν το μυστήριό του. Ψάχνουν, βρίσκουν, επιμένουν.
Εγώ δεν έχω πάει ποτέ στην Κέρο. Φοβάμαι μήπως ξυπνήσω τη γυναίκα που κοιμάται.
Kι ένα μικρό απόσπασμα που φανερώνει την υπόθεση:
[…]
Μερικοί έλεγαν ότι ο τόπος ήταν ιερός. Ότι κάποτε έζησαν εκεί άνθρωποι αρχαίοι, με μαγικές ικανότητες. Κάποιοι είχαν βρει παράξενα αντικείμενα σπαρμένα στο νησί, σπασμένα τις περισσότερες φορές. Κάθε λογής δοχεία, χάλκινα τσεκούρια και μικρές πήλινες κούκλες. Αμέτρητες πήλινες κούκλες που μάτια δεν είχαν για να κοιτάξουν, στόμα δεν είχαν για να μιλήσουν. Τα έφερναν στο νησί και τα έδιναν στα παιδιά να παίζουν, αφού τα αληθινά παιχνίδια ήταν λιγοστά.
[…] Μεγάλωνε κι ομόρφαινε το Μοσχούδι. Πήγε και στο σχολείο. Κάθε πρωί μάθαινε κάτι καινούριο από το δάσκαλο. Κάθε βράδυ μάθαινε κάτι από τα παλιά, από τους γέρους του νησιού –με τα τραγούδια, τις ιστορίες, τα παραμύθια. Έτσι έμαθε και για το νησί με τις σπασμένες πέτρες.
Έμπαινε στο νερό, βουτούσε τα πόδια της, βρεχόταν το φουστάνι της. Δεν ήθελε να το σηκώνει. Κι έβλεπε τις βάρκες να πηγαινοέρχονται απέναντι, μπλε, κόκκινες, πράσινες, κίτρινες, να χορεύουν πάνω στα πιο όμορφα νερά του κόσμου όλου.
[…]
Μια μέρα, της έφερε ο αδερφός της μια μικρή πήλινη κούκλα, από τις αμέτρητες που υπήρχαν απέναντι. Πήρε το Μοσχούδι ένα μαντίλι της μάνας της, άσπρο με πολύχρωμα ανθάκια, και την τύλιξε καλά, να μην κρυώνει και να κοιμάται μέσα στα χρώματα. Άνοιγε το μαντίλι και της μιλούσε, άλλοτε με το στόμα, άλλοτε με την καρδιά. Η κούκλα άκουγε. Μάτια δεν είχε να την κοιτάξει, στόμα δεν είχε να της απαντήσει. Κι όταν τα λόγια τέλειωναν, το Μοσχούδι τύλιγε ξανά την κούκλα στο μαντίλι και τη νανούριζε να κοιμηθεί.
Έπειτα πήγαινε στο λιμανάκι. Έμπαινε στο νερό, βουτούσε τα πόδια της, βρεχόταν και δάκρυζε το φουστάνι της. Και το κορίτσι άκουγε τα δάκρυα να πέφτουν στο νερό. Μεγάλωνε. Ονειρευόταν. Γινόταν γυναίκα.