Μια ιστορία από τα παλιά μοιράζεται μαζί μας ο Λευτέρης Πολυκρέτης. Μια ιστορία που του ήρθε στο νου του ξανά ρίχνοντας μια ματιά στο ημερολόγιο του Συνδέσμου Αμοργίνων που φέτος έχει για θέμα του τα καράβια που έφταναν στην Αμοργό όπως το Μοσχάνθη, το Έλλη κτλ.
“Στον Ιανουάριο του 2018 φιγουράρει το Μοσχάνθη το οποίο ερχόταν στο νησί κάθε εβδομάδα. Τη μια φορά «κατ’ ευθείαν» 24 ώρες και την άλλη του «γύρου» 36 ώρες!!! Αυτή η «κρουαζιέρα» ξεκινούσε από τον Πειραιά με πρώτο σταθμό τη Σύρα.
Σύρα – Πάρο – Νάξο – Μικρές Κυκλάδες – Αμοργός (Κατάπολα – Αιγιάλη) –Ανάφη – Σαντορίνη (2 σκάλες) –Σίκινος – Φολέγανδρος – Ίος – Νάξος – Πάρος – Σύρος – Πειραιά.
Αναμνήσεις πολλές, ταξίδια τρίτη θέση κατάστρωμα και…
Απ’ ότι καταλαβαίνετε μια φορά την εβδομάδα καράβι και ως εκ τούτου κάθε φορά που θα ερχότανε, έφερνε εκτός από τους επιβάτες και τα εμπορεύματα και την πολυπόθητο αλληλογραφία.
Θυμάμαι πριν φύγω από τη γενέθλια γη τον Οκτώβρη του 1958, ότι ευφυέστατα η μέρα της άφιξης του πλοίου είχε ονομασθεί της «Αγίας Παπόρας». Όλοι κάτι έστελναν στους αγαπημένους τους και όλοι κάτι περίμεναν από τα παιδιά τους, τους φίλους τους και τους συγγενείς τους.
Μα πιο πολύ απ’ όλα περίμεναν την αλληλογραφία!!!
Την παραλάμβανε σε κάτι μεγάλους σάκους, ο έχων την επιμέλεια του ταχυδρομείου. Έμπαινε στο μαγαζί του, έκλεινε τις πόρτες και προσπαθούσε να κάνει μια στοιχειώδη ταξινόμηση.
Μετά έβγαινε στην πόρτα, δεν θυμάμαι αν ανέβαινε σε κάποιο σκαλοπάτι για να φαίνεται. Εμένα τότε μου φάνταζε σαν γίγαντας γιατί ήταν ένα κεφάλι πάνω από όλους.
Πιο έντονα θυμάμαι όμως τις όψεις των ανθρώπων που περίμεναν να έρθει η σειρά τους, ν’ ακούσουν το όνομα τους. Από το «πόντιουμ» λοιπόν άρχιζε η εκφώνηση των τυχερών.
Παραμονή Χριστουγέννων ήταν και… όταν τελείωσε η εκφώνηση οι «τυχεροί» έφυγαν χαρούμενοι και είχαν απομείνει αυτοί που δεν ευοδώθηκαν οι προσδοκίες τους.
Ένας από αυτούς ήταν και ο πατέρας μου!!! Πήραμε το δρόμο της επιστροφής από τα Κατάπολα στο Ραχίδι που είναι το σπίτι μας. Δεν ανταλλάξαμε καμιά κουβέντα, αλλά εκείνος μονολογούσε χαμηλόφωνα, νομίζοντας ότι δεν τον ακούω.
-Μα και οι τέσσερις, κανείς από τους τέσσερις…!!!
Τα τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια μας ήταν ήδη ξενιτεμένα. Φτάσαμε στο σπίτι και ανακοίνωσε στη μάνα μου την «αποτυχία» με δυο λέξεις:
-Τίποτα Μαριώ… και έπεσε σε περισυλλογή.
Εκείνη την ημέρα τον δικαιολόγησα που κάπνιζε, αφού απ’ ότι μπορούσα να καταλάβω, μόνη «παρηγοριά» του αυτή την ώρα ήταν το τσιγάρο.
Η μάνα μου του είπε:
-Δεν πειράζει Γιωργάκη μου με το άλλο, το επόμενο εννοούσε.
Οι προετοιμασίες συνεχίσθηκαν και πήγαμε νωρίς για ύπνο, γιατί το πρωί είχε έγερση στις 5 και φύγαμε για την εκκλησία. Τα ρεβεγιόν δεν είχαν ακόμη εφευρεθεί.
Ο Άη Γιώργης, μεγάλη η χάρη του, ήταν φωταγωγημένος, όλα βέβαια με κεριά. Τα μανουάλια και οι πολυέλαιοι με λάδι και φυτίλια.
«Χριστός γεννάται δοξάσατε
Χριστόν εξ ουρανού υπαντήσατε…»
Και το αποκορύφωμα της λειτουργίας των Χριστουγέννων:
«Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει…»
Βγαίνοντας από το ιερό ντυμένος παπαδάκι, κρατώντας το μικρό μανουάλι με μια λαμπάδα αναμμένη, πήρε το μάτι μου τη μάνα μου να μιλάει με τη θεία τη Βαγγελιώ. Ένα πλατύ χαμόγελο ευτυχίας είχε σχηματισθεί στα χείλη της, το όμορφο πρόσωπό της έλαμπε και στα χέρια της κρατούσε κάτι σαν γράμμα.
Η φωνή του ιερέα με επανέφερε στα δρώμενα:
«Εν εκκλησίες ευλογείτε τον Θεό…»
Τι είχε συμβεί; πώς να το μάθω; και αργεί ακόμη μέχρι να τελειώσει η λειτουργία…
Επί τέλους ήρθε η ώρα της απόλυσης και του αντίδωρου και εμένα η φαντασία μου οργίαζε.
Έτρεξα στη μάνα μου την αγκάλιασα, τη φίλησα, της ευχήθηκα χρόνια πολλά και τη ρώτησα με λαχτάρα:
-Τι έγινε ρε μαμά τι σου έδωσε η θεία;
-Πάμε σπίτι γρήγορα και θα σου πω. Μ’ έπιασε από το χέρι και με βήμα γοργό, σχεδόν τρέχοντας, φτάσαμε.
Στην πόρτα μας περίμενε ο πατέρας. Εκείνη δεν κρατήθηκε άλλο:
-Γιωργάκη γράμμα από τα παιδιά νάτο νάτο…
Αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν. Εγώ βρέθηκα από τη μια αγκαλιά στην άλλη και…
Τι είχε συμβεί; Απλά στο γράμμα που παρέλαβε η θεία ήταν κολλημένο και το δικό μας.
Εκείνη μέσα στη χαρά της, τα πήρε και έφυγε. Έτσι ανήμερα τα Χριστούγεννα πήραμε το πιο ωραίο, το πιο μεγάλο, το πιο αληθινό δώρο, μαζί με το χαμόγελο του πατέρα μου, που επανήλθε στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο του”.
Υγεία και καλές γιορτές σε όλους
Πολυκρέτης Λευτέρης