Στα τέλη του Οκτώβρη γιορτάζεται κάθε χρόνο η διεθνής ημέρα αρχαιολογίας, μία ημέρα που η Αμοργός οφείλει να θυμάται με τόσους αρχαιολόγους στο «δυναμικό» της. Μια κατηγορία επιστημόνων που ανέδειξαν την ομορφιά του νησιού και την κατέστησαν προορισμό πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Ένας από τους νεότερους εκπροσώπους του κλάδου, ο αμοργιανής καταγωγής, διδάκτωρ Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης Νικήτας Πάσσαρης μοιράζεται με τους αναγνώστες του amorgos-news λεπτομέρειες για την αρχαιολογία, την επιστήμη που τον κέρδισε από μικρό παιδί.
Ο Νικήτας Πάσσαρης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία κι Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, ολοκλήρωσε το πρώτο μεταπτυχιακό του στην Βυζαντινή Αρχαιολογία, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το δεύτερο μεταπτυχιακό του στη Διοίκηση Πολιτιστικών Μονάδων. Είναι, επίσης, κάτοχος Διδακτορικού Διπλώματος στη Βυζαντινή Τέχνη, με συμμετοχή σε προγράμματα ανταλλαγής φοιτητών όπως το Socrates και το Erasmus που τον ταξίδεψαν μέχρι το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στο Παρίσι. Στην Αμοργό η επαγγελματική του παρουσία ήταν πολυδιάστατη. Συγκεκριμένα εργάστηκε στις ανασκαφές στην περιοχή της Αρχαίας Μινώας, ήταν υπέυθυνος στην επίβλεψη της αποκατάστασης του Αγίου Γεωργίου του Βαλσαμίτη, των Αγίων Αναργύρων στα Καταπόλα, του Αγίου Νικόλαου στο Καμάρι καθώς και στη σωστική ανασκαφή σε οικόπεδο στα Κατάπολα όπου μερίμνησε για την καταγραφή εντοιχισμένων αρχαίων γλυπτών. Εκτός από τη Β’ εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, εργάστηκε και σε χρηματοδοτούμενα προγράμματα του Υπ.Πολιτισμού. Από το 2021 απασχολείται ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης σε σχολεία της Αμοργού και της Αθήνας. Είναι παντρεμένος με την Κατερίνα Μπάρα, διδάκτωρ Ρωμαϊκής Αρχαιολογίας και μαζί έχουν αποκτήσει 3 παιδιά. Τον ελεύθερο χρόνο του εκτελεί χρέη Γενικού Γραμματέα στο Διοικητικό Συμβούλιο του Συνδέσμου Αμοργίνων.
-Κύριε Πάσσαρη πώς ορίζεται η επιστήμη της αρχαιολογίας;
Η αρχαιολογία είναι η επιστήμη που μελετά τα κατάλοιπα της ανθρώπινης παρουσίας από την εμφάνιση του πρώτου ανθρώπου μέχρι το πιο πρόσφατο παρελθόν.
-Πότε συναντάμε τα πρώτα «δείγματα» αρχαιολογίας;
Η έννοια της αρχαιολογίας εμφανίζεται ουσιαστικά με την Αγία Ελένη, τη μητέρα του Μέγα Κωνσταντίνου όταν εκείνη αναζήτησε τον Σταυρό του Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα, όπου και έκανε την πρώτη ανασκαφή για να Τον εντοπίσει. Συνεχίζει στην Αναγέννηση όταν οι Ευρωπαίοι αναζητούν κατάλοιπα του Ρωμαϊκού πολιτισμού στη Ρώμη. Οι πραγματικές απαρχές της αρχαιολογικής επιστήμης βέβαια ήταν το 19ο αιώνα με τις ανασκαφές που πραγματοποίησαν οι τότε αρχαιολόγοι αναζητώντας τα ίχνη παλαιότερων πολιτισμών.
Στην Ελλάδα ο πρώτος καθηγητής αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών ήταν ο Γερμανός Λουδοβίκος Ρος, που είχε ταξιδέψει μέχρι την Αμοργό το 1841. Σε αυτόν οφείλεται η αναγνώριση και ταυτοποίηση της αρχαίας πόλης της Μινώας στο λόφο πάνω από το λιμάνι των Καταπόλων. Λίγο νωρίτερα είχε λειτουργήσει το πρώτο αρχαιολογικό Μουσείο στην Αίγινα και είχε επίσης ολοκληρωθεί η σύσταση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
-Πώς πήρατε εσείς την απόφαση να ακολουθήσετε αυτό τον επαγγελματικό δρόμο;
Είχα από παιδί έντονη την περιέργεια για το παρελθόν και τους ανθρώπινους πολιτισμούς. Ήθελα να μάθω για όσους έζησαν πριν από εμένα, κυρίως στον τόπο καταγωγής μου την Αμοργό. Αναρωτιόμουν για τον τρόπο ζωής, τις σχέσεις της Αμοργού με τα άλλα νησιά και την υπόλοιπη Ελλάδα. Η Αμοργός, βλέπετε, είναι ένα σταυροδρόμι μεταξύ Μικρασίας, Αιγαίου και Ηπειρωτικής Ελλάδας. Από παιδί θυμάμαι τον εαυτό μου να διάβαζει εξωσχολικά βιβλία, κυρίως ιστορικά. Από το Γυμνάσιο κιόλας ήξερα ότι θα γινόμουν αρχαιολόγος. Η ενασχόληση μου με την ιστορία μου έδινε χαρά, ήταν κάτι που με ευχαριστούσε πραγματικά.
-Μετανιώσατε ποτέ για την απόφαση σας;
Παρά τις δυσκολίες δε θα άλλαζα το επάγγελμα του αρχαιολόγου. Νομίζω ότι θα έκανα την ίδια ακριβώς επιλογή και πάλι, αν γυρνούσα το χρόνο πίσω.
Και ας μην ξεχνάμε ότι η αρχαιολογία ήταν και είναι μια γοητευτική επιστήμη, ένα ταξίδι στο χώρο και το χρόνο, σε άλλους πολιτισμούς, σε διάφορες χρονικές φάσεις. Μέσω αυτής «μεταφερόμαστε» από την Αρχαιότητα μέχρι το Μεσαίωνα, έπειτα στη Μινωική Κρήτη, τις Μυκήνες, τη Γεωμετρική, Αρχαϊκή και Ελληνιστική Εποχή αλλά και τον Ρωμαϊκό και τον Βυζαντινό πολιτισμό.
-Θα ενθαρρύνατε τα νέα παιδιά να ακολουθήσουν τον κλάδο που υπηρετείτε;
Θα τα παρότρυνα σίγουρα να το προχωρήσουν εφόσον το αγαπούν…Να μην ξεχνούν βέβαια ότι χρειάζεται πολλή μελέτη και να αφιερώνουν σημαντικά πολύ χρόνο σε αυτό. Θα ήθελα όμως να έχουν στο μυαλό τους ότι δε θα αποκτήσουν μεγάλες χρηματικές απολαβές καθώς η επαγγελματική αποκατάσταση είναι δύσκολη.
Ακόμα και σήμερα βέβαια που συνειδητοποιούμε όλοι τις δυσκολίες του να σπουδάσει κάποιος ανθρωπιστικές επιστήμες, αφού παγκοσμίως έχουμε στραφεί σε άλλες πιο τεχνικές όπως είναι η πληροφορική, δεν είναι λίγα τα νέα παιδιά που επιμένουν να το επιλέγουν και να γεμίζουν τις αντίστοιχες σχολές. Αυτό κάτι μας λέει. Σκεφτείτε άλλωστε πόσο δημοφιλής είναι ακόμα η σειρά με πρωταγωνιστή τον Ιντιάνα Τζόουνς! (γέλια)
-Πώς μπορούν οι νέοι σήμερα να εισαχθούν στο τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας;
Ένας μαθητής που επιθυμεί να σπουδάσει αρχαιολογία θα χρειαστεί να ακολουθήσει τη Θεωρητική Κατεύθυνση στο Γενικό Λύκειο και να δώσει Πανελλήνιες εξετάσεις διεκδικώντας μια θέση στην αντίστοιχη Σχολή. Τμήματα Ιστορίας-Αρχαιολογίας υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα. Συγκεκριμένα στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο στην Αθήνα, στο Αριστοτέλειο στη Θεσσαλονίκη, στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης στο Ρέθυμνο, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας στο Βόλο, στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου στην Καλαμάτα, στο τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου στη Ρόδο όπως και στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό Πατρών.
Ποια θεωρείται τη μεγαλύτερη δυσκολία στον κλάδο σας;
Σαφώς η υποστελέχωση του Υπουργείου Πολιτισμού στο οποίο υπάγεται η Αρχαιολογική Υπηρεσία καθώς και υποχρηματοδότηση των προγραμμάτων του. Ένας αρχαιολόγος συνειδητοποιεί γρήγορα ότι δεν μπορεί να έχει μεγάλες προσδοκίες όσον αφορά στο οικονομικό κομμάτι.
-Ποια πιστεύετε ότι είναι τα χαρακτηριστικά ενός «σωστού» αρχαιολόγου;
Ένας έλληνας αρχαιολόγος χρειάζεται να έχει άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας, να ακολουθεί την επιστημονική μέθοδο, να έχει μια ευρύτερη πνευματική καλλιέργεια κι αγάπη για τον τόπο. Ακόμα, να είναι ανθεκτικός στην πολύωρη μελέτη, στην έρευνα πεδίου, και τις δύσκολες εξωτερικές συνθήκες αφού καλείται να δουλέψει μέσα σε χώμα και λάσπη, σε πολύ ήλιο ή έντονη βροχή.
-Λίγα λόγια για το αρχαιολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει η Αμοργός;
Η Αμοργός από τα αρχαία χρόνια υπήρξε το κέντρο του κυκλαδικού πολιτισμού γι’ αυτό βρέθηκαν και σώζονται πολλά κυκλαδικά ειδώλια, που δυστυχώς δε βρίσκονται όλα στο νησί αλλά εκτίθενται σε μουσεία στην υπόλοιπη Ελλάδα, όπως το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Στους ιστορικούς χρόνους βλέπουμε την ίδρυση 3 πόλεων-Αρχαία Αιγιάλη, Αρχαία Αρκεσίνη, Μινώα- κι όχι ένός κέντρου, κάτι που οφείλεται στο μέγεθος και το σχήμα του νησιού που ευνοεί την απομόνωση.
Αργότερα, ήταν τόπος εξορίας Ρωμαίων πλουσίων,ενώ την περίοδο του Βυζαντίου και της Εικονομαχίας τον 9ο αιώνα συναντάμε ασκηταριά. Το εντυπωσιακό της εποχής ήταν το προσωπικό ενδιαφέρον που έδειξε ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός για το Μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας.
Η Αμοργός συνεχίζει να είναι τόπος εξορίας ατόμων από τη Μικρά Ασία, εξού και τα βυζαντινά επίθετα που διασώζονται μέχρι σήμερα με πιο χαρακτηριστικά τα Γαβράς, Γαβαλάς, Γεράκης, Πράσινος, Συνοδινός.
Αξίζει να σημειωθεί ότι παρότι το νησί ήταν Βενετοκρατούμενο και Τουρκοκρατούμενο δεν υπήρξε παρουσία καθολικών ή μουσουλμάνων σε αυτό.
Η Αμοργός, ως επίκεντρο αντιπαλότητας δυτικών φεουδαρχών του Αιγαίου, φαίνεται να διεκδικήθηκε από το Δουκάτο του Αιγαίου, τους Σανούντοι της Νάξου και τους Κουερίνι της Αστυπάλαιας αφού κανείς δεν μπορούσε να αψηφήσει την στρατηγική της θέση. Ως αποτέλεσμα το νησί δέχτηκε διαφορετικές επιδράσεις και απέκτησε μια πολυκύμαντη ιστορία, με το ενδιαφέρον των γειτόνων της να ανάγεται πίσω στους αιώνες.
Ορόσημο ήταν το έτος 1898, τότε που ο Χρήστος Τσούντας, Έλληνας κλασικός αρχαιολόγος, ανέδειξε με την έρευνα και τις δημοσιεύσεις του, τους πρωτοκυκλαδικούς τάφους του 3.000 π.Χ. που βρέθηκαν στο νησί.
Να ενημερώσουμε επίσης ότι η Αμοργός υπηρεσιακά υπάγεται στην Β’ Εφορία Αρχαιοτήτων Κυκλάδων με έδρα την Αθήνα, με μόνιμα διορισμένους αρχαιοφύλακες στο νησί και την τακτική παρουσία αρχαιολόγων όποτε κρίνεται αναγκαίο.
–Ποια αμοργιανά μνημεία ξεχωρίζετε;
Συστήνω ανεπιφύλακτα στους επισκέπτες του νησιού να περάσουν από τον Πύργο στην Αγία Τριάδα για να θαυμάσουν το καλύτερα διατηρητέο μνημείο της Ελληνιστικής Περιόδου.
Αλίμονο αν δεν ανέβουν στο Μοναστήρι μας, που εκτός από πνευματικός προορισμός είναι και ένα εκπληκτικό μέρος όπου σώζονται κειμήλια, χειρόγραφοι κώδικες, πολύτιμες εικόνες και λατρευτικά σκεύη.
Τελος η Χώρα, ένας μοναδικά διατηρητέος Μεσαιωνικός οικισμός, χωρίς αλλοιώσεις αλλά με αυθεντικά στοιχεία θα τους μεταφέρει σε μια άλλη εποχή.
-Σας ευχαριστούμε πολύ για τον χρόνο και την τόσο ενδιαφέρουσα συνέντευξη.
Εγώ σας ευχαριστώ πολύ. Κλείνοντας θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ στην καθηγήτρια μου, επίσης αμοργιανής καταγωγής, Λίλα Μαραγκού, ομότιμη καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων η οποία με την προσωπικότητα και τη σπουδαία επαγγελματική πορεία της ενέπνευσε και κατάφερε να δημιουργήσει ένα φυτώριο αμοργιανών αρχαιολόγων, όπως ο Μάρκος Δεσποτίδης, ο Γεώργιος Γαβαλάς, η νεότερη αυτή τη στιγμή στο νησί Ειρήνη Γαβαλά και άλλοι συνάδελφοι.
Θα ήθελα ακόμα να προσθέσω ότι εξαιρετικά σημαντικό ρόλο παίζουν και οι διορισμένοι αρχαιοφύλακες του τόπου. Ξακουστοί σε όλη την Ελλάδα για τον επαγγελματισμό,και την κατάρτηση που είχαν ήταν ο Μανώλης Γιαννακός και ο Σίμος Γιαννακός από τη Χώρα, που δούλεψαν τη δεκαετία του ‘70 και χάρη στο ακαταπόνητο έργο τους και τη μεγάλη αγάπη τους για τα μνημεία διασώθηκαν πολλά αρχαιολογικά ευρήματα, όσες πρακτικές γνώσεις κέρδισα τις οφείλω σε εκείνους γι’ αυτό και στη μνήμη τους αφιερώνω αυτήν την συνέντευξη.