Ένας αναγνώστης στη lifo μοιράστηκε με όλους εμάς τις αναμνήσεις που του χάρισε φέτος το καλοκαίρι η Αμοργός. Το νησί μας δεν ξεχωρίζει μόνο για την ομορφιά του αλλά και για τους ανθρώπους του. Οι Αμοργιανοί είναι καλοσυνάτοι, χαμογελαστοί και η φιλοξενία που προσφέρουν απλόχερα είναι για αυτούς τρόπος ζωής.
Διαβάστε παρακάτω όλα όσα έζησε ο αναγνώστης Τάσος Αναστάσης φέτος το καλοκαίρι στην Αμοργό.
Την κα Ειρήνη την γνωρίσαμε τη πρώτη μέρα στο νησί. Καθόταν σε μια νεκρικά ήσυχη γειτονία στη Χώρα Αμοργού, μόνη σε μια βεράντα που φορούσε δυο καρέκλες. Τα γαλάζια της μάτια έλαμψαν μόλις μας είδε. Η μοναξιά της θα την εγκατέλειπε για όσο θα ήμασταν εκεί στη φτωχική γειτονιά. Σταθήκαμε για κανένα 25λεπτο, μας είπε για την Αμοργό, για την φτώχεια, για τον αγώνα που έκαναν σα νέοι να βγάλουν το ψωμί τους, μας είπε για τη μοναξιά της, για τη γειτονία της που χρόνο με το χρόνο μαράζωνε. Μας έδειξε το δρόμο για τους ανεμόμυλους, και τα βλέμματα μας χώρισαν. Με ένα πικρό χαμόγελο εγώ και ο συνταξιδιώτης μου ανηφορίσαμε για πάνω.
Την επόμενη μέρα ταξιδέψαμε στο νησί, πήγαμε σε απόμερα χωριά, στο μοναστήρι,είδαμε το ηλιοβασίλεμα στο κάστρο και αργά το απόγευμα χαθήκαμε στα στενά της Χώρας. Κάτι μας έσπρωχνε να ξανά πάμε σε αυτή τη γειτονιά. Να ξαναδούμε ένα άνθρωπο που τα μάτια της σε ταξίδευαν σ’ όλη την Αμοργό. Πρόβαλε από το παράθυρο σαν Καρυάτιδα, λες και μας περίμενε χρόνια. Τα μάτια της μόλις μας είδαν μεγάλωσαν και το χαμόγελο της φώτισε την γειτονιά. Με αφοπλιστική σιγουριά για την απάντηση μας, μας είπε ότι κερνάει πορτοκαλάδα.
Βρεθήκαμε στο φτωχικό της που ήταν δεν ήταν 10 τετραγωνικά. Ένα δωμάτιο που χωρούσε κρεββάτι, κουζινάκι, τραπέζι, φωτογραφίες και μαράζι. Εκεί ήταν ο κος Νικόλας. Διαβητικός. Το πόδι του δεν πήγαινε καλά. Μας καταδέχτηκε κι αυτός. Η κα Ειρήνη μας κέρασε πορτοκαλάδες, και σουσαμένιο παστελάκι σερβιρισμένο σε φύλλο πορτοκαλιού (παραδοσιακό κεραστικό γάμου στις Κυκλάδες).
Ο κος Νικόλας υπηρέτησε στην ΕΛΔΥΚ το ’64 (ο μόνος που δεν αμφισβήτησα). Μας είπε για τις ταραχές, τον φόβο του να είσαι Έλληνας στρατιώτης στη Κύπρο, για το πόσο εύκολα ο Έλληνας στρατιώτης γίνονταν Κύπριος για να έρθουν περισσότεροι Έλληνες, και τα μάτια του μας είπαν πως, 52 χρόνια μετά, ακόμη δεν κατάλαβε γιατί ένας Αμοργιανός γεωργός πρέπει να κρατάει όπλο στην άλλη άκρη της Μεσογείου για δύο χρόνια. Κάτσαμε ώρα, οι κουβέντες δεν στέρευαν, νύχτωσε για τα καλά. Έλαβα ακόμη ένα παστελάκι για το δρόμο.
Έπρεπε να ρωτήσω. Βγήκε δειλά από το στόμα μου.
—Μπορώ να σας βγάλω μια φωτογραφία;
Δεν έλαβα απάντηση, μόνο δυο καταφατικά χαμόγελα. Δεν ήξερα αν θα μπορούσα να χωρέσω σε μια φωτογραφία τόσα συναισθήματα.
Για δυο ώρες, τέσσερις άγνωστοι έσμιξαν σε ένα δωμάτιο σε ένα μαγευτικό νησί. Οι Αμοργιανοί έχουν την φιλοξενία βαθιά φωλιασμένη στη καρδία. Σε βάζουν το σπίτι τους, σε κερνάνε, σου χαμογελάνε και δεν ρωτάνε το όνομα σου.
Έβγαλα τη φωτογραφία, και τους ρώτησα.
“Πως σας λένε”;
Αμοργός.
Καλοκαίρι 2016.
Τασος Αναστάσης