Η ATHENS VOICE επισκέφτηκε το λαογραφικό μουσείο του νησιού, με εκθέματα από την καθημερινή αμοργιανή ζωή του παρελθόντος και η δημοσιογράφος Νεκταρία Ζαγοριανάκου περιγράφει με τον πιο όμορφο τρόπο σε άρθρο της όλα όσα είδε.
Αναλυτικά το άρθρο όπως δημοσιεύτηκε στην Athens Voice:
Εκατό τριάντα έξι ναυτικά μίλια από το λιμάνι του Πειραιά. Κι εκεί που χτυπά η καρδιά της Χώρας, πάνω στον λιθόστρωτο δρόμο που τη διασχίζει κάθετα. Επί της «Μέσης οδού», αυτής που περπατιέται αδιάλειπτα από τους βυζαντινούς χρόνους μέχρι σήμερα, που αποτελεί τον κεντρικό άξονα της Χώρας καθώς τη διασχίζει κάθετα από την πλατεία των Αγίων Πάντων ως τον Φωτοδότη Χριστό.
Σε μια μαρμάρινη επιγραφή, πάνω σε ένα άσπρο τοίχο, είναι γραμμένο ό,τι πρέπει να ξέρεις για αρχή. Είναι το σπίτι του ήρωα. Του Θεόδωρου Παπαεμμανουήλ Πάσσαρη. Έπεσε στη ναυμαχία των Τρίκερων στη Θεσσαλία, από οβίδα πολυβόλου. Παραμονή του Σωτήρος. Τον Αύγουστο του 1824. Πολέμησε με τον Κανάρη ο οποίος έγραψε για τον θάνατό του: «Το σώμα του γενναίου πολεμιστή πετάχτηκε στη θάλασσα από τη μέση και άνω ενώ το υπόλοιπο έμεινε στο πυρπολικό έδαφος».
Είσαι έτοιμος να διαβείς το κατώφλι του σπιτιού του για να μπεις σε ένα άλλο σύμπαν. Να γίνεις κομμάτι μιας άλλης εποχής, που σφιχταγκαλιάζει όλη την αμοργιανή ζωή. Αγαπητοί! Καλώς ορίσατε στο λαογραφικό μουσείο της Αμοργού.
Ένα ζευγάρι ντυμένο με ντόπιες φορεσιές με καλωσορίζει για να με ξεναγήσει στον χώρο και στον χρόνο. Ένα κτίριο, με ξύλινα χωρίσματα, με τόξα για τη στήριξη των δοκών της στέγης, με μικρά ανοίγματα, θυρίδες (κόγχες) στους τοίχους, αποκρέβατους (κτιστά κρεβάτια με ξυλόγλυπτο περίγυρο και αποθηκευτικούς χώρους) και λευκό επίχρισμα στους εξωτερικούς χώρους.
Ένα κυκλαδίτικο, τετραγωνισμένο σπίτι διηγείται τις ιστορίες των ανθρώπων που έζησαν τις ζωές τους στους λευκούς του τοίχους. Αναστέναξαν στα ξύλινα χωρίσματα. Αγνάντευαν από τα μικρά ανοίγματα. Κοιμήθηκαν κι αγαπήθηκαν στους αποκρέβατους, που έστρωναν με λευκά σεντόνια, με δαντέλα στο τελείωμα. Μάλωσαν και φίλιωσαν, ξανά και ξανά, όπως πρέπει σε κάθε ανθρώπινη ψυχή, και πέρασαν με λευκή μπογιά και τις μαύρες μέρες.
Τα γεννήματα της αμοργιανής γης, στέκονται μπροστά μου, κι οι μυρωδιές τους, δένουν σφιχτά τη στιγμή. Χαρούπια και κουκιά, σουσάμι και κριθάρι, στάρι, ρεβίθια, φακές και φάβα. Κι είναι η μνήμη, που πρέπει να μείνει ατόφια στον νου του μουσαφίρη του σπιτιού. Και στου ντόπιου. Κλείνω τα μάτια κι όλοι όσοι έζησαν μέσα σ’ αυτούς τους τοίχους περνούν μπροστά μου, με τις έγνοιες, τους πόνους, τους έρωτες, τις αγάπες, τα όνειρα τα ανείπωτα.
«Αυτοί είμαστε» μου λένε. «Αγωνιστές της γης και της θάλασσας». Στέκονται τίμια κι ατόφια τα λόγια τους, κι ας ζουν μες στις σιωπές χρόνων περασμένων.
Κασέλες, στάμνες, κιούπια, καλάθια, φτυάρια, ένα άροτρο. Μάρτυρες πολιτισμού. Κι ο μυλόλιθος. Κι είναι η σημειολογία του σπιτιού που εντυπωσιάζει. Είναι βαλμένος μέσα σε γυάλινη προθήκη. Σαν ένα κόσμημα πολύτιμο. Και είναι. Εκεί του πρέπει. Να προφυλαχθούν οι πέτρες που τάισαν γενιές και γενιές. Κι ένα εικονοστάσι. Πάνω από το προσκέφαλο. Η πρώτη εικόνα την αυγή, στο ξύπνημα κι η τελευταία πριν τον ύπνο.
Ψαράδες, γεωργοί, κτηνοτρόφοι στο ανατολικότερο νησί των Κυκλάδων. Η λαϊκή τέχνη, η άχρονη τοπική παράδοση μιλά για την τρομαχτική αντοχή του ανθρώπου. Ξεπηδούν οι ιστορίες ανάμεσα από τα νήματα στον αργαλειό, στις στάμνες, στα κιούπια. Κι οι κύκλοι της ζωής κλείνουν την κοινωνική, αγροτική και σπιτική καθημερινότητα. Και τις μέρες της γιορτής. Ζωντανές, ηχηρές, φωνές μιλούν για τις ρίζες της λαϊκής ψυχής. Γνώση, κανόνες ηθικής, νόμοι κι έθιμα που απέκτησε ο άνθρωπος ζώντας στην κοινωνία αυτού του αιγοπελαγίτικου τόπου.
Ο Νικόλαος Πολίτης το 1909, είπε ότι η λαογραφία «εξετάζει τας κατά παράδοση λόγων, πράξεων ή ενεργειών εκδηλώσεις του ψυχικού και κοινωνικού βίου του λαού». Η Λαογραφία είναι εθνική μας ανάγκη, είναι η ανάσα κι η επιβίωση της εθνικής μας παράδοσης. Και σε ετούτο εδώ το σπίτι, μιλά για όλα όσα ζουν οι Αμοργιανοί με απλότητα, συνέπεια, σταθερά κι αναλλοίωτα μέσα στο χρόνο. Συνήθειες και «μαγειρέματα», κληρονομιά των ίδιων στα παιδιά και στα εγγόνια τους. Ζουν με σημεία αναφοράς. Έχουν ανταμώματα που κρατούν παραπάνω από πενήντα χρόνια.
Κι όλο αυτό μου δίνει ένα μπούσουλα, μια πυξίδα, για το ποιοι είμαστε και πού θέλουμε να πάμε. Τα ήθη, τα έθιμα, τα πανηγύρια, η στενή σχέση ης ορθοδοξίας με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, παρελαύνουν μπροστά μου. Ετούτο εδώ το σπίτι είναι μια γέφυρα, μια ένωση του χτες με το σήμερα.
Οι παραδόσεις που στο παρελθόν πολλοί απαρνήθηκαν, αποποιήθηκαν για να γίνουν κάτι άλλο, μιας και ο δυτικός πολιτισμός θριαμβευτικά είχε ανακηρυχθεί ως ανώτερος, ταυτίστηκε με τον εκσυγχρονισμό και τη θετική μας εξέλιξη. Μα, τα παπούτσια τα στενά δεν σε βοηθούν στον δρόμο. Η Αγγελική Χατζημιχάλη (1) το 1950, αναφέρει ρητά ότι η αυτοανακήρυξη του δυτικού πολιτισμού σε ανώτερου λειτούργησε ως τροχοπέδη για τις εθνολογικές έρευνες.
Το μουσείο στέκεται τίμια και ειλικρινά απέναντί σου και σε καλεί να γίνεις κομμάτι της ιστορίας του. Οι δημιουργοί του θέλησαν να διηγηθούν τις ιστορίες των ανθρώπων του τόπου. Και τα κατάφεραν. Να αναδείξουν την ταυτότητα της αιγαιοπελαγίτικης γης και τη μεγάλη αγκαλιά που άνοιξαν οι φιλόξενοι Αμοργιανοί και τους έκαναν δικούς τους ανθρώπους.
Μέλι και σουσάμι, ανακατεύονται και σιγοβράζουν για να φτιάξουν το ντόπιο κέρασμα. Φιλεύουν το παστέλι πάνω σε λεμονόφυλλο… είναι οι μυρωδιές γλυκές, η γεύση απαράμιλλη, είναι η Ελλάδα.
Εκατό τριάντα έξι ναυτικά μίλια. Τόσο απέχει ο παράδεισος.
Μουσειολογική-Μουσειογραφική Μελέτη Λαογραφικού μουσείου Αμοργού
Ηλίας Παπαγεωργίου, συντηρητής αρχαιοτήτων-ιστορικός τέχνης- μουσειολόγος Παντελής Φελέρης, συντηρητής αρχαιοτήτων-αρχιτέκτονας-μουσειογράφος
Συνεργάτες: Μαίρη Καπότση, συντηρήτρια αρχαιοτήτων- μουσειολόγος
. Η Αγγελική Χατζημιχάλη (1895-1965) γεννήθηκε στην Πλάκα από οικογένεια αστών διανοουμένων. Ήταν η εθνική μας λαογράφος. Ήταν συγγραφέας. Ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα, ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα μέρη και μελέτησε, κατέγραψε τον υλικό κυρίως πολιτισμό της υπαίθρου. Πρόβαλε μέσα από το έργο της τη λαϊκή τέχνη ως εθνικό πολιτισμικό και εμπορικό προϊόν. Είχε ενεργή δράση στο φεμινιστικό κίνημα, ήταν εθελόντρια με πολλαπλές δράσεις, κυρίως στην επαγγελματική αποκατάσταση των προσφύγων της μικράς Ασίας. Δούλεψε σκληρά για την υπεράσπιση των εθνικών ζητημάτων και την προβολή του εθνικού αφηγήματος στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ήταν μια φωτεινή προσωπικότητα.
Το λογότυπο του μουσείου είναι παστέλι πάνω σε λεμονόφυλλο.